- καταδάψαι
- καταδάπτωdevouraor inf actκαταδάψαῑ , καταδάπτωdevouraor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδάπτω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek